δωδεκάγναμπτος

δωδεκάγναμπτος
δωδεκάγναμπτος
1 that is twelve times rounded

δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου O. 3.33


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάγναμπτος — δωδεκάγναμπτος, ον (Α) φρ. «δωδεκάγναμπτον τέρμα» το σημείο τερματισμού τού αγωνίσματος τής αρματοδρομίας, στο οποίο έχουν πλησιάσει δώδεκα φορές τα άρματα κατά τη διάρκεια τού αγώνα …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάγναμπτον — δωδεκάγναμπτος bent twelve times masc/fem acc sg δωδεκάγναμπτος bent twelve times neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”