- δωδεκάγναμπτος
- δωδεκάγναμπτος1 that is twelve times rounded
δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου O. 3.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου O. 3.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δωδεκάγναμπτος — δωδεκάγναμπτος, ον (Α) φρ. «δωδεκάγναμπτον τέρμα» το σημείο τερματισμού τού αγωνίσματος τής αρματοδρομίας, στο οποίο έχουν πλησιάσει δώδεκα φορές τα άρματα κατά τη διάρκεια τού αγώνα … Dictionary of Greek
δωδεκάγναμπτον — δωδεκάγναμπτος bent twelve times masc/fem acc sg δωδεκάγναμπτος bent twelve times neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)